- κάταξις
- κάταξιςfracturefem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάταξις — κάταξις, εως, ιων. τ. κάτηξις, ιος, ἡ (Α) 1. σύντριψη, θραύση, κάταγμα, σπάσιμο 2. η διαίρεση σε μεγάλα μέρη («ὅτι ἡ μὲν κάταξις διαίρεσις καὶ χωρισμὸς εἱς μεγάλα μέρη, θραῡσις δὲ εἱς τὰ τυχόντα και πλείω δυοῑν», Αριστοτ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ… … Dictionary of Greek
κατάξει — κάταξις fracture fem nom/voc/acc dual (attic epic) κατάξεϊ , κάταξις fracture fem dat sg (epic) κάταξις fracture fem dat sg (attic ionic) κατά̱ξει , κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. aor subj act 3rd sg (epic) κατά̱ξει , κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. fut ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάξεις — κάταξις fracture fem nom/voc pl (attic epic) κάταξις fracture fem nom/acc pl (attic) κατά̱ξεις , κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. aor subj act 2nd sg (epic) κατά̱ξεις , κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. fut ind act 2nd sg κατάγω lead down aor subj act 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάξιος — κάταξις fracture fem gen sg (epic doric ionic aeolic) κατάξιος quite worthy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάταξιν — κάταξις fracture fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτηξις — κάτηξις, ήξιος, ἡ (Α) (ιων. τ. τού κάταξις*) σύντριψη … Dictionary of Greek
κατέαξις — κατέαξις, άξεως, ἡ (Α) [κατεάσσω] κάταξις* … Dictionary of Greek
ωοκάταξις — άξεως, ἡ, Α σπάσιμο αβγών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + κάταξις (< κατάγνυμι)] … Dictionary of Greek
ωτοκάταξις — άξιδος, ὁ, Α (για πυγμάχο) αυτός που έχει σπασμένα αφτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + κάταξις (< κατάγνυμι «συντρίβω») + κατάλ. ις, ιδος] … Dictionary of Greek
ωτοκαταξίας — ὁ, Α ὠτοκάταξις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + κάταξις (< κατάγνυμι «συντρίβω») + κατάλ. ίας] … Dictionary of Greek